- ἐπίπαστος
- ἐπί-παστος, daraufgestreut, τὰ ἐπίπαστα, eine Art gewöhnliches, mit Salz bestreutes Brotes; φάρμακον, eine Art Streupulver
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επίπαστος — η, ο (Α ἐπίπαστος, η, ον) [επιπάσσω] πασπαλισμένος πάνω σε κάτι ή με κάτι αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπαστον α) είδος πλακούντα (πίτας) πασπαλισμένου με καρυκεύματα β) ἐπίπαστον (ενν. φάρμακον) έμπλαστρο … Dictionary of Greek
ἐπίπαστον — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem acc sg ἐπίπαστος sprinkled over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπάστοις — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπάστοισιν — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπαστα — ἐπίπαστος sprinkled over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπαστοι — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)